ὀνυχόπαχος

ὀνυχόπαχος
ὀνῠχό-πᾰχος, ον,
A of the thickness of a finger-nail, Ps.-Democr.Alch.p.48 B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ονυχόπαχος — ὀνυχόπαχος, ον (Α) αυτός που έχει το πάχος τού νυχιού ενός δακτύλου ή, κατά λιγότερο πιθανή ερμηνεία, αυτός που έχει παχιά, χονδρά νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, υχος + πάχος] …   Dictionary of Greek

  • ὀνυχόπαχον — ὀνυχόπαχος of the thickness of a finger nail masc/fem acc sg ὀνυχόπαχος of the thickness of a finger nail neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”